συναλιάζω

συναλιάζω
Α
συναλίζω* (Ι), συναθροίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἁλία (Ι) «λαϊκή συνάθροιση, συνέλευση»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συναλίαξε — συναλιάζω aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλίασμα — ἁλίασμα, το (Α) ψήφισμα, δόγμα τής συνελεύσεως, τής «αλίας» ή συνεδρία, σύνοδος τής αλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἁλιάζομαι (πρβλ. συναλιάζω «συνάγω, συναθροίζω») < ἁλία (Ι)] …   Dictionary of Greek

  • αλίασσις — ἁλίασσις ( ιος), η (Α) συνέλευση τής αλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἁλιάζομαι (πρβλ. συναλιάζω «συνάγω, συναθροίζω») < ἁλία (Ι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”